αρδευτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αρδευτής | οι | αρδευτές |
γενική | του | αρδευτή | των | αρδευτών |
αιτιατική | τον | αρδευτή | τους | αρδευτές |
κλητική | αρδευτή | αρδευτές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία el επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρσενικό (θηλυκό αρδεύτρια)
- αυτός που μαστορεύει χαντάκια ποτίσματος
- αυτοματισμός ποτίσματος