αργατιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αργατιά | οι | αργατιές |
γενική | της | αργατιάς | των | αργατιών |
αιτιατική | την | αργατιά | τις | αργατιές |
κλητική | αργατιά | αργατιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αργατιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αργατιά θηλυκό
- ομάδα εργατών που ασχολούνται με τις ίδιες εργασίες
Μεταφράσεις επεξεργασία
αργατιά
|