↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αραχνώδης η αραχνώδης το αραχνώδες
      γενική του αραχνώδους της αραχνώδους του αραχνώδους
    αιτιατική τον αραχνώδη την αραχνώδη το αραχνώδες
     κλητική αραχνώδη(ς) αραχνώδης αραχνώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αραχνώδεις οι αραχνώδεις τα αραχνώδη
      γενική των αραχνωδών των αραχνωδών των αραχνωδών
    αιτιατική τους αραχνώδεις τις αραχνώδεις τα αραχνώδη
     κλητική αραχνώδεις αραχνώδεις αραχνώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αραχνώδης < αρχαία ελληνική ἀραχνώδης / ἀραχνιώδης / ἀραχνοειδής < ἀράχνη

  Επίθετο

επεξεργασία

αραχνώδης, -ης, -ες

  1. που μοιάζει με ιστό αράχνης
  2. αραχνοΰφαντος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία