Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αραχνοειδής η αραχνοειδής το αραχνοειδές
      γενική του αραχνοειδούς* της αραχνοειδούς του αραχνοειδούς
    αιτιατική τον αραχνοειδή την αραχνοειδή το αραχνοειδές
     κλητική αραχνοειδή(ς) αραχνοειδής αραχνοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αραχνοειδείς οι αραχνοειδείς τα αραχνοειδή
      γενική των αραχνοειδών των αραχνοειδών των αραχνοειδών
    αιτιατική τους αραχνοειδείς τις αραχνοειδείς τα αραχνοειδή
     κλητική αραχνοειδείς αραχνοειδείς αραχνοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αραχνοειδής < αράχνη + -ειδής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ɾa.xno.iˈðis/

  Επίθετο επεξεργασία

αραχνοειδής, -ής, -ές

  • αυτή που περιβάλλεται από ιστούς αράχνης

  Μεταφράσεις επεξεργασία