Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αραμαϊκός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αραμαϊκ
ός
η
αραμαϊκ
ή
το
αραμαϊκ
ό
γενική
του
αραμαϊκ
ού
της
αραμαϊκ
ής
του
αραμαϊκ
ού
αιτιατική
τον
αραμαϊκ
ό
την
αραμαϊκ
ή
το
αραμαϊκ
ό
κλητική
αραμαϊκ
έ
αραμαϊκ
ή
αραμαϊκ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αραμαϊκ
οί
οι
αραμαϊκ
ές
τα
αραμαϊκ
ά
γενική
των
αραμαϊκ
ών
των
αραμαϊκ
ών
των
αραμαϊκ
ών
αιτιατική
τους
αραμαϊκ
ούς
τις
αραμαϊκ
ές
τα
αραμαϊκ
ά
κλητική
αραμαϊκ
οί
αραμαϊκ
ές
αραμαϊκ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αραμαϊκός
<
αραμαϊκά
Επίθετο
επεξεργασία
αραμαϊκός, -ή, -ό
σχετικός με τα
αραμαϊκά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αραμαϊκός
γαλλικά
:
araméen
(fr)