Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αραμαϊκός η αραμαϊκή το αραμαϊκό
      γενική του αραμαϊκού της αραμαϊκής του αραμαϊκού
    αιτιατική τον αραμαϊκό την αραμαϊκή το αραμαϊκό
     κλητική αραμαϊκέ αραμαϊκή αραμαϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αραμαϊκοί οι αραμαϊκές τα αραμαϊκά
      γενική των αραμαϊκών των αραμαϊκών των αραμαϊκών
    αιτιατική τους αραμαϊκούς τις αραμαϊκές τα αραμαϊκά
     κλητική αραμαϊκοί αραμαϊκές αραμαϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αραμαϊκός < αραμαϊκά

  Επίθετο επεξεργασία

αραμαϊκός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία