απόξυλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | απόξυλα | ||
γενική | των | απόξυλων & αποξύλων | ||
αιτιατική | τα | απόξυλα | ||
κλητική | απόξυλα | |||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααπόξυλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- υπολείμματα ή κομμάτια ξύλων που είναι πεταγμένα εδώ κι εκεί
- ※ Μπαίνοντας στο Στάδιο, η εικόνα ήταν τραγική! Κόσμος που έβαφε, μοκέτες τυλιγμένες δώθε–κείθε, ρετάλια υφάσματος πεταμένα καταγής, ροκανίδια, απόξυλα και ξέφτια, τρίμματα πλαστικού, πώματα και μπουκάλια! (εφ. Καθημερινή, 03.08.2004)
Μεταφράσεις
επεξεργασία απόξυλα
|