Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απρόσθετος η απρόσθετη το απρόσθετο
      γενική του απρόσθετου της απρόσθετης του απρόσθετου
    αιτιατική τον απρόσθετο την απρόσθετη το απρόσθετο
     κλητική απρόσθετε απρόσθετη απρόσθετο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απρόσθετοι οι απρόσθετες τα απρόσθετα
      γενική των απρόσθετων των απρόσθετων των απρόσθετων
    αιτιατική τους απρόσθετους τις απρόσθετες τα απρόσθετα
     κλητική απρόσθετοι απρόσθετες απρόσθετα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απρόσθετος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

απρόσθετος, -η, -ο

  1. αυτός που δεν έχει προστεθεί
  2. αυτός που δεν προσθέτεται

  Μεταφράσεις επεξεργασία