απροσωποποιώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απροσωποποιώ < απροσωποποίηση + -ποιώ (αναδρομικός σχηματισμός)
Ρήμα επεξεργασία
απροσωποποιώ
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απροσωποποιώ | απροσωποποιούσα | θα απροσωποποιώ | να απροσωποποιώ | απροσωποποιώντας | |
β' ενικ. | απροσωποποιείς | απροσωποποιούσες | θα απροσωποποιείς | να απροσωποποιείς | (απροσωποποίει) | |
γ' ενικ. | απροσωποποιεί | απροσωποποιούσε | θα απροσωποποιεί | να απροσωποποιεί | ||
α' πληθ. | απροσωποποιούμε | απροσωποποιούσαμε | θα απροσωποποιούμε | να απροσωποποιούμε | ||
β' πληθ. | απροσωποποιείτε | απροσωποποιούσατε | θα απροσωποποιείτε | να απροσωποποιείτε | απροσωποποιείτε | |
γ' πληθ. | απροσωποποιούν(ε) | απροσωποποιούσαν(ε) | θα απροσωποποιούν(ε) | να απροσωποποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απροσωποποίησα | θα απροσωποποιήσω | να απροσωποποιήσω | απροσωποποιήσει | ||
β' ενικ. | απροσωποποίησες | θα απροσωποποιήσεις | να απροσωποποιήσεις | απροσωποποίησε | ||
γ' ενικ. | απροσωποποίησε | θα απροσωποποιήσει | να απροσωποποιήσει | |||
α' πληθ. | απροσωποποιήσαμε | θα απροσωποποιήσουμε | να απροσωποποιήσουμε | |||
β' πληθ. | απροσωποποιήσατε | θα απροσωποποιήσετε | να απροσωποποιήσετε | απροσωποποιήστε | ||
γ' πληθ. | απροσωποποίησαν απροσωποποιήσαν(ε) |
θα απροσωποποιήσουν(ε) | να απροσωποποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απροσωποποιήσει | είχα απροσωποποιήσει | θα έχω απροσωποποιήσει | να έχω απροσωποποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις απροσωποποιήσει | είχες απροσωποποιήσει | θα έχεις απροσωποποιήσει | να έχεις απροσωποποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει απροσωποποιήσει | είχε απροσωποποιήσει | θα έχει απροσωποποιήσει | να έχει απροσωποποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε απροσωποποιήσει | είχαμε απροσωποποιήσει | θα έχουμε απροσωποποιήσει | να έχουμε απροσωποποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε απροσωποποιήσει | είχατε απροσωποποιήσει | θα έχετε απροσωποποιήσει | να έχετε απροσωποποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν απροσωποποιήσει | είχαν απροσωποποιήσει | θα έχουν απροσωποποιήσει | να έχουν απροσωποποιήσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
απροσωποποιώ
|