απροσηλύτιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απροσηλύτιστος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
απροσηλύτιστος
- αυτός που δεν έχει προσηλυτιστεί
- αυτός που δεν προσηλυτίζεται
Μεταφράσεις επεξεργασία
απροσηλύτιστος