Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απροσηλύτιστος η απροσηλύτιστη το απροσηλύτιστο
      γενική του απροσηλύτιστου της απροσηλύτιστης του απροσηλύτιστου
    αιτιατική τον απροσηλύτιστο την απροσηλύτιστη το απροσηλύτιστο
     κλητική απροσηλύτιστε απροσηλύτιστη απροσηλύτιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απροσηλύτιστοι οι απροσηλύτιστες τα απροσηλύτιστα
      γενική των απροσηλύτιστων των απροσηλύτιστων των απροσηλύτιστων
    αιτιατική τους απροσηλύτιστους τις απροσηλύτιστες τα απροσηλύτιστα
     κλητική απροσηλύτιστοι απροσηλύτιστες απροσηλύτιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απροσηλύτιστος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

απροσηλύτιστος

  1. αυτός που δεν έχει προσηλυτιστεί
  2. αυτός που δεν προσηλυτίζεται

  Μεταφράσεις επεξεργασία