Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποϋλοποίηση οι αποϋλοποιήσεις
      γενική της αποϋλοποίησης* των αποϋλοποιήσεων
    αιτιατική την αποϋλοποίηση τις αποϋλοποιήσεις
     κλητική αποϋλοποίηση αποϋλοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποϋλοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποϋλοποίηση < απο- + υλοποίηση, ενδεχομένως μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική dematerialisation

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποϋλοποίηση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • αποϋλοποίησηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 7, έτος 2000, σελ. 176.