αποχωματώνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
αποχωματώνω
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- αποχωμάτωση
- → δείτε τη λέξη χώμα
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποχωματώνω | αποχωμάτωνα | θα αποχωματώνω | να αποχωματώνω | αποχωματώνοντας | |
β' ενικ. | αποχωματώνεις | αποχωμάτωνες | θα αποχωματώνεις | να αποχωματώνεις | αποχωμάτωνε | |
γ' ενικ. | αποχωματώνει | αποχωμάτωνε | θα αποχωματώνει | να αποχωματώνει | ||
α' πληθ. | αποχωματώνουμε | αποχωματώναμε | θα αποχωματώνουμε | να αποχωματώνουμε | ||
β' πληθ. | αποχωματώνετε | αποχωματώνατε | θα αποχωματώνετε | να αποχωματώνετε | αποχωματώνετε | |
γ' πληθ. | αποχωματώνουν(ε) | αποχωμάτωναν αποχωματώναν(ε) |
θα αποχωματώνουν(ε) | να αποχωματώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποχωμάτωσα | θα αποχωματώσω | να αποχωματώσω | αποχωματώσει | ||
β' ενικ. | αποχωμάτωσες | θα αποχωματώσεις | να αποχωματώσεις | αποχωμάτωσε | ||
γ' ενικ. | αποχωμάτωσε | θα αποχωματώσει | να αποχωματώσει | |||
α' πληθ. | αποχωματώσαμε | θα αποχωματώσουμε | να αποχωματώσουμε | |||
β' πληθ. | αποχωματώσατε | θα αποχωματώσετε | να αποχωματώσετε | αποχωματώστε | ||
γ' πληθ. | αποχωμάτωσαν αποχωματώσαν(ε) |
θα αποχωματώσουν(ε) | να αποχωματώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποχωματώσει | είχα αποχωματώσει | θα έχω αποχωματώσει | να έχω αποχωματώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποχωματώσει | είχες αποχωματώσει | θα έχεις αποχωματώσει | να έχεις αποχωματώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποχωματώσει | είχε αποχωματώσει | θα έχει αποχωματώσει | να έχει αποχωματώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποχωματώσει | είχαμε αποχωματώσει | θα έχουμε αποχωματώσει | να έχουμε αποχωματώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποχωματώσει | είχατε αποχωματώσει | θα έχετε αποχωματώσει | να έχετε αποχωματώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποχωματώσει | είχαν αποχωματώσει | θα έχουν αποχωματώσει | να έχουν αποχωματώσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποχωματώνω
|