αποφώνηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποφώνηση | οι | αποφωνήσεις |
γενική | της | αποφώνησης* | των | αποφωνήσεων |
αιτιατική | την | αποφώνηση | τις | αποφωνήσεις |
κλητική | αποφώνηση | αποφωνήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποφωνήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αποφώνηση <(ελληνιστική κοινή) ἀποφωνέω / ἀποφωνῶ + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποφώνηση θηλυκό
- (λόγιο) σύντομος λόγος προς το κοινό, με τον οποίο κλείνει μία διάλεξη, αφού τελειώσει ο κύριος ομιλητής
- τα τελευταία λόγια, το κλείσιμο ραδιοφωνικής ή τηλεοπτικής εκπομπής. Συνήθως είναι αποχαιρετισμός, ή τα ονόματα των συντελεστών.
- κάνε την αποφώνηση, να ρίξουμε διαφημίσεις
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φωνή
Αντώνυμα
επεξεργασία- (σε λόγο) προσφώνηση
- (σε εκπομπές ΜΜΕ) εισαγωγή