αποτρώγω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποτρώγω < μεσαιωνική ελληνική αποτρώγω < απο- + τρώγω
Ρήμα επεξεργασία
αποτρώγω
- τελειώνω το φαγητό μου, σταματώ να τρώω
- ※ Αφού αποφάγαμε κατεβήκαμε στον κήπο να πιούμε τον καφέ μας στο δροσό. (Δημήτριος Ταγκόπουλος (1914) Χρυσαυγή [διήγημα])