Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποτοξινωμένος η αποτοξινωμένη το αποτοξινωμένο
      γενική του αποτοξινωμένου της αποτοξινωμένης του αποτοξινωμένου
    αιτιατική τον αποτοξινωμένο την αποτοξινωμένη το αποτοξινωμένο
     κλητική αποτοξινωμένε αποτοξινωμένη αποτοξινωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποτοξινωμένοι οι αποτοξινωμένες τα αποτοξινωμένα
      γενική των αποτοξινωμένων των αποτοξινωμένων των αποτοξινωμένων
    αιτιατική τους αποτοξινωμένους τις αποτοξινωμένες τα αποτοξινωμένα
     κλητική αποτοξινωμένοι αποτοξινωμένες αποτοξινωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποτοξινωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποτοξινώνω

  Μετοχή επεξεργασία

αποτοξινωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία