Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποτοξινωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποτοξινωμέν
ος
η
αποτοξινωμέν
η
το
αποτοξινωμέν
ο
γενική
του
αποτοξινωμέν
ου
της
αποτοξινωμέν
ης
του
αποτοξινωμέν
ου
αιτιατική
τον
αποτοξινωμέν
ο
την
αποτοξινωμέν
η
το
αποτοξινωμέν
ο
κλητική
αποτοξινωμέν
ε
αποτοξινωμέν
η
αποτοξινωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποτοξινωμέν
οι
οι
αποτοξινωμέν
ες
τα
αποτοξινωμέν
α
γενική
των
αποτοξινωμέν
ων
των
αποτοξινωμέν
ων
των
αποτοξινωμέν
ων
αιτιατική
τους
αποτοξινωμέν
ους
τις
αποτοξινωμέν
ες
τα
αποτοξινωμέν
α
κλητική
αποτοξινωμέν
οι
αποτοξινωμέν
ες
αποτοξινωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποτοξινωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αποτοξινώνω
Μετοχή
επεξεργασία
αποτοξινωμένος, -η, -ο
που έχει υποστεί
αποτοξίνωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποτοξινωμένος
γαλλικά
:
détoxiqué
(fr)