Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποστηματώδης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποστηματώδ
ης
η
αποστηματώδ
ης
το
αποστηματώδ
ες
γενική
του
αποστηματώδ
ους
της
αποστηματώδ
ους
του
αποστηματώδ
ους
αιτιατική
τον
αποστηματώδ
η
την
αποστηματώδ
η
το
αποστηματώδ
ες
κλητική
αποστηματώδ
η
(
ς
)
αποστηματώδ
ης
αποστηματώδ
ες
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποστηματώδ
εις
οι
αποστηματώδ
εις
τα
αποστηματώδ
η
γενική
των
αποστηματωδ
ών
των
αποστηματωδ
ών
των
αποστηματωδ
ών
αιτιατική
τους
αποστηματώδ
εις
τις
αποστηματώδ
εις
τα
αποστηματώδ
η
κλητική
αποστηματώδ
εις
αποστηματώδ
εις
αποστηματώδ
η
Κατηγορία
όπως «
μανιώδης
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποστηματώδης
<
απόστημα
+
-ώδης
Επίθετο
επεξεργασία
αποστηματώδης, -ης, -ες
που έχει μορφή αποστήματος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποστηματώδης