↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποστηματώδης η αποστηματώδης το αποστηματώδες
      γενική του αποστηματώδους της αποστηματώδους του αποστηματώδους
    αιτιατική τον αποστηματώδη την αποστηματώδη το αποστηματώδες
     κλητική αποστηματώδη(ς) αποστηματώδης αποστηματώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποστηματώδεις οι αποστηματώδεις τα αποστηματώδη
      γενική των αποστηματωδών των αποστηματωδών των αποστηματωδών
    αιτιατική τους αποστηματώδεις τις αποστηματώδεις τα αποστηματώδη
     κλητική αποστηματώδεις αποστηματώδεις αποστηματώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποστηματώδης < απόστημα + -ώδης

  Επίθετο

επεξεργασία

αποστηματώδης, -ης, -ες

  • που έχει μορφή αποστήματος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία