αποστήθισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποστήθισμα < αποστηθίζω + -μα < ἀποστηθίζω < ἀπό στήθους < αρχαία ελληνική στῆθος
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποστήθισμα θηλυκό
- άλλη μορφή του αποστήθιση
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποστήθισμα
|