Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

απορρίψεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απορρίπτω
  2. θα απορρίψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απορρίπτω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

απορρίψεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απόρριψη