Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποπανινός η αποπανινή το αποπανινό
      γενική του αποπανινού της αποπανινής του αποπανινού
    αιτιατική τον αποπανινό την αποπανινή το αποπανινό
     κλητική αποπανινέ αποπανινή αποπανινό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποπανινοί οι αποπανινές τα αποπανινά
      γενική των αποπανινών των αποπανινών των αποπανινών
    αιτιατική τους αποπανινούς τις αποπανινές τα αποπανινά
     κλητική αποπανινοί αποπανινές αποπανινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποπανινός < από + πάνω + -ινός

  Επίθετο επεξεργασία

αποπανινός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία