αποορθοδοξοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποορθοδοξοποίηση | οι | αποορθοδοξοποιήσεις |
γενική | της | αποορθοδοξοποίησης* | των | αποορθοδοξοποιήσεων |
αιτιατική | την | αποορθοδοξοποίηση | τις | αποορθοδοξοποιήσεις |
κλητική | αποορθοδοξοποίηση | αποορθοδοξοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποορθοδοξοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποορθοδοξοποίηση < απο- + ορθοδοξοποίηση
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποορθοδοξοποίηση θηλυκό
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποορθοδοξοποίηση
|