πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποξηραντικός η αποξηραντική το αποξηραντικό
      γενική του αποξηραντικού της αποξηραντικής του αποξηραντικού
    αιτιατική τον αποξηραντικό την αποξηραντική το αποξηραντικό
     κλητική αποξηραντικέ αποξηραντική αποξηραντικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποξηραντικοί οι αποξηραντικές τα αποξηραντικά
      γενική των αποξηραντικών των αποξηραντικών των αποξηραντικών
    αιτιατική τους αποξηραντικούς τις αποξηραντικές τα αποξηραντικά
     κλητική αποξηραντικοί αποξηραντικές αποξηραντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
αποξηραντικός < αποξηραίνω + -τικός
ΔΦΑ : /a.po.ksi.ɾan.diˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αποξηραντικός

αποξηραντικός

  1. που έχει σχέση με την αποξήρανση ή αναφέρεται σ' αυτή
  2. αποστραγγιστικός

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία