αποξηραντικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποξηραντικός < αποξηραίνω + -τικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.po.ksi.ɾan.diˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐ξη‐ρα‐ντι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίααποξηραντικός
- που έχει σχέση με την αποξήρανση ή αναφέρεται σ' αυτή
- αποστραγγιστικός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αποξηραίνω και ξηρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποξηραντικός
|