Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποξηραντής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αποξηραντ
ής
οι
αποξηραντ
ές
γενική
του
αποξηραντ
ή
των
αποξηραντ
ών
αιτιατική
τον
αποξηραντ
ή
τους
αποξηραντ
ές
κλητική
αποξηραντ
ή
αποξηραντ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποξηραντής
<
αποξηραίνω
+
-τής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αποξηραντής
αρσενικό
αυτός που
αποξηραίνει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποξηραντής