Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απομονωτικώς < απομονωτικός + -ώς

  Επίρρημα επεξεργασία

απομονωτικώς

  Μεταφράσεις επεξεργασία