απομονωτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απομονωτής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
απομονωτής αρσενικό
- (ηλεκτρολογία) Ηλεκτρικό κύκλωμα που χρησιμοποιείται για να μεταφέρει στην έξοδό του την ίδια τάση με την είσοδο, χωρίς όμως να τραβάει ρεύμα από την είσοδο. Έχει δηλαδή μεγάλη αντίσταση εισόδου.