απολογούμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απολογούμενος < μετοχή ενεστώτα του απολογούμαι
Μετοχή επεξεργασία
απολογούμενος-η -ο
- (ως ουσιαστικό ή επίθετο) που απολογείται
- καθώς κάποιος απολογείται
- απολογούμενος ο δράστης επικαλέστηκε βρασμό ψυχικής ορμής
- να απολογείται
- από κατήγορος στο τέλος βρέθηκε απολογούμενος
Μεταφράσεις επεξεργασία
απολογούμενος