Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. απολείτουργα (επίρρημα) < μεσαιωνική ελληνική απολείτουργα < απο- + λειτουργία
  2. απολείτουργα (ουσιαστικό) < πληθυντικός αριθμός του απολείτουργο

  Επίρρημα επεξεργασία

απολείτουργα

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα απολείτουργα
      γενική των απολείτουργων
    αιτιατική τα απολείτουργα
     κλητική απολείτουργα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

απολείτουργα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία