αποκλείστρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποκλείστρα[1] θηλυκό
- μέρος ή καταφύγιο όπου μπορεί κάποιος εκούσια να αποκλειστεί, καταφύγει ή αποκρυβεί
- ※ Πολλές τότε οικογένειες, ιδίως οπλαρχηγών, κατέφυγαν σε κακή κατάσταση, άλλες σε σπηλιές ή σε ορεινές και απόρθητες θέσεις, στις λεγόμενες αποκλείστρες (κυρίως οι πληθυσμοί του Βάλτου και του Καρπενησιού), άλλες στο Αιτωλικό και στο Μεσολόγγι, άλλες στον Κάλαμο, στο Λεσίνι, και άλλες σε διάφορα ελώδη ή άβατα μέρη των εκβολών του Αχελώου. (Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Ζʹ, Η μεγάλη Ελληνική Επανάσταση (1821–1829), Ο αφρικανικός Σιμούν στην Ελλάδα ή η επιδρομή του Ιμπραΐμ (1825–1828), Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 176.)
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποκλείστρα
|
- ↑ αποκλείστρα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)