αποκερατώνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
αποκερατώνω (παθητική φωνή: αποκερατώνομαι)
Συγγενικά επεξεργασία
- αποκερατωμένος
- αποκεράτωση
- → δείτε τις λέξεις από και κέρατο
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποκερατώνω | αποκεράτωνα | θα αποκερατώνω | να αποκερατώνω | αποκερατώνοντας | |
β' ενικ. | αποκερατώνεις | αποκεράτωνες | θα αποκερατώνεις | να αποκερατώνεις | αποκεράτωνε | |
γ' ενικ. | αποκερατώνει | αποκεράτωνε | θα αποκερατώνει | να αποκερατώνει | ||
α' πληθ. | αποκερατώνουμε | αποκερατώναμε | θα αποκερατώνουμε | να αποκερατώνουμε | ||
β' πληθ. | αποκερατώνετε | αποκερατώνατε | θα αποκερατώνετε | να αποκερατώνετε | αποκερατώνετε | |
γ' πληθ. | αποκερατώνουν(ε) | αποκεράτωναν αποκερατώναν(ε) |
θα αποκερατώνουν(ε) | να αποκερατώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποκεράτωσα | θα αποκερατώσω | να αποκερατώσω | αποκερατώσει | ||
β' ενικ. | αποκεράτωσες | θα αποκερατώσεις | να αποκερατώσεις | αποκεράτωσε | ||
γ' ενικ. | αποκεράτωσε | θα αποκερατώσει | να αποκερατώσει | |||
α' πληθ. | αποκερατώσαμε | θα αποκερατώσουμε | να αποκερατώσουμε | |||
β' πληθ. | αποκερατώσατε | θα αποκερατώσετε | να αποκερατώσετε | αποκερατώστε | ||
γ' πληθ. | αποκεράτωσαν αποκερατώσαν(ε) |
θα αποκερατώσουν(ε) | να αποκερατώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποκερατώσει | είχα αποκερατώσει | θα έχω αποκερατώσει | να έχω αποκερατώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποκερατώσει | είχες αποκερατώσει | θα έχεις αποκερατώσει | να έχεις αποκερατώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποκερατώσει | είχε αποκερατώσει | θα έχει αποκερατώσει | να έχει αποκερατώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποκερατώσει | είχαμε αποκερατώσει | θα έχουμε αποκερατώσει | να έχουμε αποκερατώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποκερατώσει | είχατε αποκερατώσει | θα έχετε αποκερατώσει | να έχετε αποκερατώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποκερατώσει | είχαν αποκερατώσει | θα έχουν αποκερατώσει | να έχουν αποκερατώσει |
|