Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποκεντρώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκεντρώνω
  2. θα αποκεντρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκεντρώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

αποκεντρώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποκέντρωση