αποθεραπεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποθεραπεύω < (ελληνιστική κοινή) ἀποθεραπεύω
Ρήμα
επεξεργασίααποθεραπεύω (παθητική φωνή: αποθεραπεύομαι)
- (ιατρική) φροντίζω για την πλήρη αποκατάσταση της υγείας κάποιου και την ανάρρωσή του
Συγγενικά
επεξεργασία- αποθεραπεία
- αποθεραπευμένος
- αποθεραπευόμενος
- αποθεράπευση
- αποθεραπευτικός
- → δείτε τις λέξεις από και θεραπεύω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποθεραπεύω | αποθεράπευα | θα αποθεραπεύω | να αποθεραπεύω | αποθεραπεύοντας | |
β' ενικ. | αποθεραπεύεις | αποθεράπευες | θα αποθεραπεύεις | να αποθεραπεύεις | αποθεράπευε | |
γ' ενικ. | αποθεραπεύει | αποθεράπευε | θα αποθεραπεύει | να αποθεραπεύει | ||
α' πληθ. | αποθεραπεύουμε | αποθεραπεύαμε | θα αποθεραπεύουμε | να αποθεραπεύουμε | ||
β' πληθ. | αποθεραπεύετε | αποθεραπεύατε | θα αποθεραπεύετε | να αποθεραπεύετε | αποθεραπεύετε | |
γ' πληθ. | αποθεραπεύουν(ε) | αποθεράπευαν αποθεραπεύαν(ε) |
θα αποθεραπεύουν(ε) | να αποθεραπεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποθεράπευσα | θα αποθεραπεύσω | να αποθεραπεύσω | αποθεραπεύσει | ||
β' ενικ. | αποθεράπευσες | θα αποθεραπεύσεις | να αποθεραπεύσεις | αποθεράπευσε | ||
γ' ενικ. | αποθεράπευσε | θα αποθεραπεύσει | να αποθεραπεύσει | |||
α' πληθ. | αποθεραπεύσαμε | θα αποθεραπεύσουμε | να αποθεραπεύσουμε | |||
β' πληθ. | αποθεραπεύσατε | θα αποθεραπεύσετε | να αποθεραπεύσετε | αποθεραπεύστε | ||
γ' πληθ. | αποθεράπευσαν αποθεραπεύσαν(ε) |
θα αποθεραπεύσουν(ε) | να αποθεραπεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποθεραπεύσει | είχα αποθεραπεύσει | θα έχω αποθεραπεύσει | να έχω αποθεραπεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποθεραπεύσει | είχες αποθεραπεύσει | θα έχεις αποθεραπεύσει | να έχεις αποθεραπεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποθεραπεύσει | είχε αποθεραπεύσει | θα έχει αποθεραπεύσει | να έχει αποθεραπεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποθεραπεύσει | είχαμε αποθεραπεύσει | θα έχουμε αποθεραπεύσει | να έχουμε αποθεραπεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποθεραπεύσει | είχατε αποθεραπεύσει | θα έχετε αποθεραπεύσει | να έχετε αποθεραπεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποθεραπεύσει | είχαν αποθεραπεύσει | θα έχουν αποθεραπεύσει | να έχουν αποθεραπεύσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποθεραπεύω