αποθεραπεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααποθεραπεύομαι
- παθητική φωνή του ρήματος αποθεραπεύω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποθεραπεύομαι | αποθεραπευόμουν(α) | θα αποθεραπεύομαι | να αποθεραπεύομαι | ||
β' ενικ. | αποθεραπεύεσαι | αποθεραπευόσουν(α) | θα αποθεραπεύεσαι | να αποθεραπεύεσαι | (αποθεραπεύου) | |
γ' ενικ. | αποθεραπεύεται | αποθεραπευόταν(ε) | θα αποθεραπεύεται | να αποθεραπεύεται | ||
α' πληθ. | αποθεραπευόμαστε | αποθεραπευόμαστε αποθεραπευόμασταν |
θα αποθεραπευόμαστε | να αποθεραπευόμαστε | ||
β' πληθ. | αποθεραπεύεστε | αποθεραπευόσαστε αποθεραπευόσασταν |
θα αποθεραπεύεστε | να αποθεραπεύεστε | (αποθεραπεύεστε) | |
γ' πληθ. | αποθεραπεύονται | αποθεραπεύονταν αποθεραπευόντουσαν |
θα αποθεραπεύονται | να αποθεραπεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποθεραπεύτηκα | θα αποθεραπευτώ | να αποθεραπευτώ | αποθεραπευτεί | ||
β' ενικ. | αποθεραπεύτηκες | θα αποθεραπευτείς | να αποθεραπευτείς | αποθεραπεύσου | ||
γ' ενικ. | αποθεραπεύτηκε | θα αποθεραπευτεί | να αποθεραπευτεί | |||
α' πληθ. | αποθεραπευτήκαμε | θα αποθεραπευτούμε | να αποθεραπευτούμε | |||
β' πληθ. | αποθεραπευτήκατε | θα αποθεραπευτείτε | να αποθεραπευτείτε | αποθεραπευτείτε | ||
γ' πληθ. | αποθεραπεύτηκαν αποθεραπευτήκαν(ε) |
θα αποθεραπευτούν(ε) | να αποθεραπευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποθεραπευτεί | είχα αποθεραπευτεί | θα έχω αποθεραπευτεί | να έχω αποθεραπευτεί | αποθεραπευμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποθεραπευτεί | είχες αποθεραπευτεί | θα έχεις αποθεραπευτεί | να έχεις αποθεραπευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποθεραπευτεί | είχε αποθεραπευτεί | θα έχει αποθεραπευτεί | να έχει αποθεραπευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποθεραπευτεί | είχαμε αποθεραπευτεί | θα έχουμε αποθεραπευτεί | να έχουμε αποθεραπευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποθεραπευτεί | είχατε αποθεραπευτεί | θα έχετε αποθεραπευτεί | να έχετε αποθεραπευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποθεραπευτεί | είχαν αποθεραπευτεί | θα έχουν αποθεραπευτεί | να έχουν αποθεραπευτεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποθεραπεύομαι
|