αποδεχτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποδεχτός < αποδεκτός < (ελληνιστική κοινή) ἀποδεκτός
Επίθετο
επεξεργασίααποδεχτός -ή -ό
- άλλη μορφή του αποδεκτός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αποδέχομαι και δέχομαι
αποδεχτός -ή -ό