αποδέλοιπος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αποδέλοιπος < → λείπει η ετυμολογία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αποδέλοιπος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο) εναπομείνας, υπόλοιπος
- Και τους αποδέλοιπους τρεις [μήνες] τι θα κάνουνε; (Αγέλαστη Άνοιξη, Μενέλαου Λουντέμη)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αποδέλοιπος
|