απογραφειοκρατικοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απογραφειοκρατικοποίηση < απογραφειοκρατικοποιώ + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
απογραφειοκρατικοποίηση θηλυκό
- (νεολογισμός) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του απογραφειοκρατικοποιώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
απογραφειοκρατικοποίηση