απογραφειοκρατικοποίηση

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απογραφειοκρατικοποίηση οι απογραφειοκρατικοποιήσεις
      γενική της απογραφειοκρατικοποίησης* των απογραφειοκρατικοποιήσεων
    αιτιατική την απογραφειοκρατικοποίηση τις απογραφειοκρατικοποιήσεις
     κλητική απογραφειοκρατικοποίηση απογραφειοκρατικοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απογραφειοκρατικοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απογραφειοκρατικοποίηση < απογραφειοκρατικοποιώ + -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απογραφειοκρατικοποίηση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία