Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποβιβαστικός η αποβιβαστική το αποβιβαστικό
      γενική του αποβιβαστικού της αποβιβαστικής του αποβιβαστικού
    αιτιατική τον αποβιβαστικό την αποβιβαστική το αποβιβαστικό
     κλητική αποβιβαστικέ αποβιβαστική αποβιβαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποβιβαστικοί οι αποβιβαστικές τα αποβιβαστικά
      γενική των αποβιβαστικών των αποβιβαστικών των αποβιβαστικών
    αιτιατική τους αποβιβαστικούς τις αποβιβαστικές τα αποβιβαστικά
     κλητική αποβιβαστικοί αποβιβαστικές αποβιβαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποβιβαστικός < αποβίβαση + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

αποβιβαστικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία