Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποβαλκανοποίηση οι αποβαλκανοποιήσεις
      γενική της αποβαλκανοποίησης* των αποβαλκανοποιήσεων
    αιτιατική την αποβαλκανοποίηση τις αποβαλκανοποιήσεις
     κλητική αποβαλκανοποίηση αποβαλκανοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποβαλκανοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποβαλκανοποίηση < απο- + Βαλκάν(ια) + -ο- + -ποίηση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.val.ka.noˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐βαλ‐κα‐νο‐ποί‐η‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποβαλκανοποίηση θηλυκό

  • η διαδικασία ή αποτέλεσμα της απόρριψης ή εγκατάλειψης των χαρακτηριστικών στοιχείων συμπεριφοράς που εμφανίζονται στα Βαλκάνια
    ※ Το Φεστιβάλ Αθηνών ιδρύθηκε το 1955, επί κυβερνήσεως Αλέξανδρου Παπάγου. Ο νέος θεσμός συνιστούσε μια σαφή, συγκροτημένη πρόταση πολιτιστικής πολιτικής. Εγκαινιάστηκε περίπου μια δεκαετία μετά τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά φεστιβάλ, λίγο μετά την επίσημη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου, στον απόηχο των «Πέτρινων χρόνων» και του Σχεδίου Μάρσαλ. Βεβαίως, απηχεί δίχως περιθώρια παρεκκλίσεων το πνεύμα της συγκεκριμένης περιόδου το οποίο, επιβαλλόμενο άνωθεν και υποβαλλόμενο σιωπηρά έξωθεν, υπαγορεύει πιεστικά την αποβαλκανοποίηση και τον εξευρωπαϊσμό.
    Γιάννης Σβώλος, Φεστιβάλ Αθηνών: Από το μετεμφυλιακά «πέτρινα χρόνια» στον 21ο αιώνα, cnn.gr, 2 Αυγούστου 2016

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • αποβαλκανοποίηση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)