αποαποικιοποιώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποαποικιοποιώ < νεολογισμός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική decolonize ή τη γαλλική décoloniser. Το ουσιαστικό αποαποικιοποίηση υπάρχει ήδη σε έντυπα λεξικά. Το ρήμα, απο-αποικι-ο-ποιώ
Ρήμα επεξεργασία
αποαποικιοποιώ, αόρ.: αποαποικιοποίησα, παθ.φωνή: αποαποικιοποιούμαι, π.αόρ.: αποαποικιοποιήθηκα, μτχ.π.π.: αποαποικιοποιημένος
- (νεολογισμός) παύω την αποικιοποίηση, αποχωρώ από μια αποικία μου, αφήνοντάς την ανεξάρτητη
Συγγενικά επεξεργασία
- αποαποικιοποίηση
- → και δείτε τη λέξη αποικία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποαποικιοποιώ