απληρωσιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απληρωσιά | οι | απληρωσιές |
γενική | της | απληρωσιάς | των | απληρωσιών |
αιτιατική | την | απληρωσιά | τις | απληρωσιές |
κλητική | απληρωσιά | απληρωσιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
απληρωσιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο) η μη πληρωμή (των δεδουλευμένων)
Μεταφράσεις επεξεργασία
απληρωσιά
|