Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απεσταγμένος η απεσταγμένη το απεσταγμένο
      γενική του απεσταγμένου της απεσταγμένης του απεσταγμένου
    αιτιατική τον απεσταγμένο την απεσταγμένη το απεσταγμένο
     κλητική απεσταγμένε απεσταγμένη απεσταγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απεσταγμένοι οι απεσταγμένες τα απεσταγμένα
      γενική των απεσταγμένων των απεσταγμένων των απεσταγμένων
    αιτιατική τους απεσταγμένους τις απεσταγμένες τα απεσταγμένα
     κλητική απεσταγμένοι απεσταγμένες απεσταγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απεσταγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποστάζω

  Μετοχή επεξεργασία

απεσταγμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη αποστάζω

  Μεταφράσεις επεξεργασία