απεσταγμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απεσταγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποστάζω
Μετοχή επεξεργασία
απεσταγμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη αποστάζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
απεσταγμένος
|
απεσταγμένος, -η, -ο
|