Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απεργοσπασία οι απεργοσπασίες
      γενική της απεργοσπασίας των απεργοσπασιών
    αιτιατική την απεργοσπασία τις απεργοσπασίες
     κλητική απεργοσπασία απεργοσπασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απεργοσπασία < απεργία + -ο- + σπάω + -ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απεργοσπασία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία