απεργοσπασία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
απεργοσπασία θηλυκό
- (νεολογισμός) η προσπάθεια αποτροπής της συνέχισης μιας απεργίας
- ※ Τα δύο κυβερνητικά κόμματα χθες δεν έκαναν καμιά προσπάθεια κινητοποίησης του απεργοσπαστικού μηχανισμού που έχουν στήσει —θα ήταν άλλωστε πολιτικά ανόητο να επιχειρήσουν απεργοσπασία από την πρώτη της απεργίας. (*)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις απεργοσπάστης, απεργία και σπάω
Μεταφράσεις επεξεργασία
απεργοσπασία