Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απεμπολή
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἀπεμπολή
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
απεμπολ
ή
οι
απεμπολ
ές
γενική
της
απεμπολ
ής
των
απεμπολ
ών
αιτιατική
την
απεμπολ
ή
τις
απεμπολ
ές
κλητική
απεμπολ
ή
απεμπολ
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
απεμπολή
< (
ελληνιστική κοινή
)
ἀπεμπολή
Ουσιαστικό
επεξεργασία
απεμπολή
θηλυκό
(
σπάνιο
)
πώληση
,
εμπορία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απεμπολή
→
δείτε
τις λέξεις
πώληση
και
εμπορία