Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

απεικονίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απεικονίζω
  2. θα απεικονίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απεικονίζω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

απεικονίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απεικόνιση