Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απαράτσικ < (λόγιο δάνειο) ρωσική аппаратчик < аппарат + -чик < λατινική apparatus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος apparo < ad + paro < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per- (γεννώ, παράγω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απαράτσικ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. (σπάνιο, πολιτική) κάποιος ο οποίος είναι μέρος ενός οργανισμού ή μιας δομής εξουσίας, ουσιαστικά ανώτερο στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος ή ευρύτερα γραφειοκράτης οποιουδήποτε οργανισμού
  2. (σπάνιο, μειωτικό) ο διοικητικός δημόσιος υπάλληλος, ειδικά στην κομμουνιστική γραφειοκρατία

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία