απαράτσικ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απαράτσικ < (λόγιο δάνειο) ρωσική аппаратчик < аппарат + -чик < λατινική apparatus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος apparo < ad + paro < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per- (γεννώ, παράγω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπαράτσικ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (σπάνιο, πολιτική) κάποιος ο οποίος είναι μέρος ενός οργανισμού ή μιας δομής εξουσίας, ουσιαστικά ανώτερο στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος ή ευρύτερα γραφειοκράτης οποιουδήποτε οργανισμού
- (σπάνιο, μειωτικό) ο διοικητικός δημόσιος υπάλληλος, ειδικά στην κομμουνιστική γραφειοκρατία
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απαράτσικ