Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

απαράτσικ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. (σπάνιο, πολιτική) κάποιος ο οποίος είναι μέρος ενός οργανισμού ή μιας δομής εξουσίας, ουσιαστικά ανώτερο στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος ή ευρύτερα γραφειοκράτης οποιουδήποτε οργανισμού
  2. (σπάνιο, μειωτικό) ο διοικητικός δημόσιος υπάλληλος, ειδικά στην κομμουνιστική γραφειοκρατία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία