Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απανινός η απανινή το απανινό
      γενική του απανινού της απανινής του απανινού
    αιτιατική τον απανινό την απανινή το απανινό
     κλητική απανινέ απανινή απανινό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απανινοί οι απανινές τα απανινά
      γενική των απανινών των απανινών των απανινών
    αιτιατική τους απανινούς τις απανινές τα απανινά
     κλητική απανινοί απανινές απανινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απανινός < απάνω + -ινός

  Επίθετο επεξεργασία

απανινός, -ή, -ό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη πάνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία