Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαγής η απαγής το απαγές
      γενική του απαγούς* της απαγούς του απαγούς
    αιτιατική τον απαγή την απαγή το απαγές
     κλητική απαγή(ς) απαγής απαγές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαγείς οι απαγείς τα απαγή
      γενική των απαγών των απαγών των απαγών
    αιτιατική τους απαγείς τις απαγείς τα απαγή
     κλητική απαγείς απαγείς απαγή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απαγής < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

απαγής αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο

  1. ο απαγίωτος, που δεν μπορεί να ή δεν έχει παγιωθεί
  2. νεαρός
  3. νερουλός, που δεν έχει (έστω ακόμα) πήξει


  Μεταφράσεις επεξεργασία