Δείτε επίσης: ἀπάρθενος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απάρθενος η απάρθενη το απάρθενο
      γενική του απάρθενου της απάρθενης του απάρθενου
    αιτιατική τον απάρθενο την απάρθενη το απάρθενο
     κλητική απάρθενε απάρθενη απάρθενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απάρθενοι οι απάρθενες τα απάρθενα
      γενική των απάρθενων των απάρθενων των απάρθενων
    αιτιατική τους απάρθενους τις απάρθενες τα απάρθενα
     κλητική απάρθενοι απάρθενες απάρθενα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. απάρθενος < αρχαία ελληνική ἀπάρθενος
  2. απάρθενος < παρθένος

  Επίθετο επεξεργασία

απάρθενος

  1. που δεν είναι παρθένος
  2. άλλη μορφή του παρθένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία