Δείτε επίσης: ἀοίδιμος, αΐδιος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αοίδιμος η αοίδιμος
αοίδιμη
το αοίδιμο
      γενική του αοιδίμου
αοίδιμου
της αοιδίμου
αοίδιμης
του αοιδίμου
αοίδιμου
    αιτιατική τον αοίδιμο την αοίδιμο
αοίδιμη
το αοίδιμο
     κλητική αοίδιμε αοίδιμε
αοίδιμη
αοίδιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αοίδιμοι οι αοίδιμοι
αοίδιμες
τα αοίδιμα
      γενική των αοιδίμων
αοίδιμων
των αοιδίμων
αοίδιμων
των αοιδίμων
αοίδιμων
    αιτιατική τους αοιδίμους
αοίδιμους
τις αοιδίμους
αοίδιμες
τα αοίδιμα
     κλητική αοίδιμοι αοίδιμοι
αοίδιμες
αοίδιμα
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι.
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αοίδιμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀοίδιμος [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈi.ði.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐οί‐δι‐μος

  Επίθετο επεξεργασία

αοίδιμος, -ος/-η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία