αοίδιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αοίδιμος | η | αοίδιμος & αοίδιμη |
το | αοίδιμο |
γενική | του | αοιδίμου & αοίδιμου |
της | αοιδίμου & αοίδιμης |
του | αοιδίμου & αοίδιμου |
αιτιατική | τον | αοίδιμο | την | αοίδιμο & αοίδιμη |
το | αοίδιμο |
κλητική | αοίδιμε | αοίδιμε & αοίδιμη |
αοίδιμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αοίδιμοι | οι | αοίδιμοι & αοίδιμες |
τα | αοίδιμα |
γενική | των | αοιδίμων & αοίδιμων |
των | αοιδίμων & αοίδιμων |
των | αοιδίμων & αοίδιμων |
αιτιατική | τους | αοιδίμους & αοίδιμους |
τις | αοιδίμους & αοίδιμες |
τα | αοίδιμα |
κλητική | αοίδιμοι | αοίδιμοι & αοίδιμες |
αοίδιμα | |||
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι. | ||||||
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αοίδιμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀοίδιμος [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈi.ði.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐οί‐δι‐μος
Επίθετο επεξεργασία
αοίδιμος, -ος/-η, -ο
- (λόγιο) συνοδεύει ονόματα αποβιωσάντων σε ένδειξη τιμής
- ↪ ο αοίδιμος Πατριάρχης Αλεξανδρείας
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αοίδιμος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αοίδιμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας