Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αξώνημα τα αξωνήματα
      γενική του αξωνήματος των αξωνημάτων
    αιτιατική το αξώνημα τα αξωνήματα
     κλητική αξώνημα αξωνήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αξώνημα < άξων + νήμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αξώνημα ουδέτερο

  • (βιολογία): το σύμπλεγμα μικροσωληνίσκων στη θήκη ενός κροσσού, ή μαστιγίου.

  Μεταφράσεις επεξεργασία