Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αξόδιαστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αξόδιαστ
ος
η
αξόδιαστ
η
το
αξόδιαστ
ο
γενική
του
αξόδιαστ
ου
της
αξόδιαστ
ης
του
αξόδιαστ
ου
αιτιατική
τον
αξόδιαστ
ο
την
αξόδιαστ
η
το
αξόδιαστ
ο
κλητική
αξόδιαστ
ε
αξόδιαστ
η
αξόδιαστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αξόδιαστ
οι
οι
αξόδιαστ
ες
τα
αξόδιαστ
α
γενική
των
αξόδιαστ
ων
των
αξόδιαστ
ων
των
αξόδιαστ
ων
αιτιατική
τους
αξόδιαστ
ους
τις
αξόδιαστ
ες
τα
αξόδιαστ
α
κλητική
αξόδιαστ
οι
αξόδιαστ
ες
αξόδιαστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αξόδιαστος
<
α-
+
ξοδιάζω
+
-τος
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
aˈkso.ðʝa.stos
/
Επίθετο
επεξεργασία
αξόδιαστος, -η, -ο
αξόδευτος
ανέξοδος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αξόδιαστος
→
δείτε
τις λέξεις
αξόδευτος
και
ανέξοδος