αξόδευτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈkso.ðe.ftos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ξό‐δευ‐τος
Επίθετο επεξεργασία
αξόδευτος, -η, -ο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αξόδευτος
αξόδευτος, -η, -ο