αξιοθέατος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αξιοθέατος < αρχαία ελληνική ἀξιοθέατος
Επίθετο επεξεργασία
αξιοθέατος, -η, -ο
- που αξίζει κάποιος να τον επισκεφθεί ή να τον δει
- (ουσιαστικοποιημένο) αξιοθέατα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αξιοθέατος
|